Greek Meaning of muscle-bound

μυώδης

Other Greek words related to μυώδης

Definitions and Meaning of muscle-bound in English

Wordnet

muscle-bound (s)

having stiff muscles as the result of excessive exercise

FAQs About the word muscle-bound

μυώδης

having stiff muscles as the result of excessive exercise

υγιής,αθλητικός,γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,ηρακλειώδης,τεράστιος,μεσομορφικός,ισχυρός,Μυώδης

οστεώδης,αδύνατος,άχαρος,Λιγερός,άπαχο,φως,ελαφρύ,αδύνατος,αδύνατο,λεπτή

muscle tone => μυϊκός τόνος, muscle system => Μ μυϊκό σύστημα, muscle spasm => Μυϊκός σπασμός, muscle sense => Αισθητηριοκινητική, muscle relaxant => μυοχαλαρωτικό,