Greek Meaning of muscled

μυώδης

Other Greek words related to μυώδης

Definitions and Meaning of muscled in English

Webster

muscled (a.)

Furnished with muscles; having muscles; as, things well muscled.

FAQs About the word muscled

μυώδης

Furnished with muscles; having muscles; as, things well muscled.

εξαναγκασμένος,εξαναγκασμένος,οδήγησε,εξαναγκαστικός,υποχρεωμένος,υποχρεωμένος,πιεσμένος,Μπλακτζάκ,εκβιασμένος,εκφοβισμένος

επιτρεπόμενο,αφήνω,μετακινηθήκαμε,επιτρεπτός,ισχυρίστηκε,πεπεισμένος,επαγόμενος,ικανοποιημένος,talked (into) - μίλησα (στην),κέρδισε (πάνω)

musclebuilding => Αύξηση μυϊκής μάζας, muscle-builder => μυοδόμος, musclebuilder => μυοδόμημα, muscle-bound => μυώδης, muscle tone => μυϊκός τόνος,