Greek Meaning of pressed

πιεσμένο

Other Greek words related to πιεσμένο

Definitions and Meaning of pressed in English

Wordnet

pressed (s)

compacted by ironing

FAQs About the word pressed

πιεσμένο

compacted by ironing

θρυμματισμένος,σφιχτοδεμένο,συμπιεσμένο,Αεροστεγής,κοντά,συμπαγής,συμπυκνωμένο,συμπιεσμένος,γεμάτο,γεμάτο

αέρινος,χαλαρός,ανοιχτό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ευρύχωρος,αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος

pressburg => Πρεσβούργο, pressboard => Πρεσαριστό χαρτί, press work => Τυπογραφικές εργασίες, press stud => Κουμπί πίεσης, press run => Εκτύπωση,