Greek Meaning of jammed

μαρμελάδα

Other Greek words related to μαρμελάδα

Definitions and Meaning of jammed in English

Wordnet

jammed (s)

extremely crowed or filled to capacity

Webster

jammed (imp. & p. p.)

of Jam

FAQs About the word jammed

μαρμελάδα

extremely crowed or filled to capacityof Jam

έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,φορτωμένο,συσκευασμένο,Γεμιστό,γέματος,υπερχειλής

Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής,κοντός,ελεύθερος,κενός

jamjar => βάζο μαρμελάδας, jamison => τζαμίσον, jamestown weed => Χόρτο Jamestown, jamestown => Τζέιμσταουν, james's powder => Σκόνη James,