Greek Meaning of chockful

γεμάτο

Other Greek words related to γεμάτο

Definitions and Meaning of chockful in English

Wordnet

chockful (s)

packed full to capacity

FAQs About the word chockful

γεμάτο

packed full to capacity

γέματος,υπερχειλής,έκρηξη,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,φορτωμένο,συσκευασμένο,γεμάτο ασφυκτικά,γεμάτο

Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,Ανεπαρκής,κοντός,σκληρός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής

chocked => Πνιγμένος, chock-a-block => Σφύζει από κόσμο, chockablock => γεμάτο ασφυκτικά, chock up => σφηνώνω, chock => σφήνα,