Greek Meaning of overfull
υπερπλήρης
Other Greek words related to υπερπλήρης
Nearest Words of overfull
- overfruitful => υπερβολικά καρποφόρος
- overfront => Πάνω από το μέτωπο
- overfrieze => Αναγλύφιο επίστεψης
- overfrequent => υπερβολικά συχνά
- overfreighting => Υπερφόρτωση
- overfreighted => υπερφορτωμένος
- overfreight => υπερφόρτωση
- overfree => υπερβολικά ελεύθερος
- overfraught => υπερφορτωμένος
- overforward => υπερβολικά άμεσος
Definitions and Meaning of overfull in English
overfull (s)
exceeding demand
overfull (a.)
Too full; filled to overflowing; excessively full; surfeited.
FAQs About the word overfull
υπερπλήρης
exceeding demandToo full; filled to overflowing; excessively full; surfeited.
Μπουχτισμένος,γεμάτος,Υπερταϊσμένος,υπερφορτωμένος,χορτάτος,χορτασμένος,Γεμιστό,χορτάτος,γεμάτος,πλήρης
άδειος,Πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,Υποσιτισμένος,υποσιτισμένος
overfruitful => υπερβολικά καρποφόρος, overfront => Πάνω από το μέτωπο, overfrieze => Αναγλύφιο επίστεψης, overfrequent => υπερβολικά συχνά, overfreighting => Υπερφόρτωση,