Greek Meaning of glutted
Μπουχτισμένος
Other Greek words related to Μπουχτισμένος
Nearest Words of glutted
Definitions and Meaning of glutted in English
glutted (s)
exceeding demand
glutted (imp. & p. p.)
of Glut
FAQs About the word glutted
Μπουχτισμένος
exceeding demandof Glut
γεμάτος,Υπερταϊσμένος,υπερπλήρης,υπερφορτωμένος,πλήρης,χορτάτος,χορτασμένος,Γεμιστό,χορτάτος,γεμάτος
άδειος,Πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,Υποσιτισμένος,υποσιτισμένος
glutinousness => κολλητικότητα, glutinous => κολλώδης, glutinosity => λαίμαργια, glutinative => συγκολλητικός, glutination => Σύγκόλληση,