Greek Meaning of stuffed
Γεμιστό
Other Greek words related to Γεμιστό
Nearest Words of stuffed
- stuffed cabbage => Γεμιστά λάχανα
- stuffed derma => Γεμιστό δέρμα
- stuffed egg => Γεμιστά αυγά
- stuffed grape leaves => Γεμιστά αμπελόφυλλα
- stuffed mushroom => Γεμιστά μανιτάρια
- stuffed peppers => Γεμιστά
- stuffed shirt => Αριστοκράτης
- stuffed tomato => Γεμιστά ντομάτες
- stuffer => γέμιση
- stuffily => Μπούχτινα
Definitions and Meaning of stuffed in English
stuffed (s)
filled with something
crammed with food
FAQs About the word stuffed
Γεμιστό
filled with something, crammed with food
έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,γέματος,υπερχειλής
Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,κοντός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής,εξαντλημένος
stuff shot => Πυροβολημένα πράγματα, stuff and nonsense => Ανοησίες, stuff => πράγματα, studying => σπουδάζει, study hall => Αίθουσα μελέτης,