Greek Meaning of stuffed

Γεμιστό

Other Greek words related to Γεμιστό

Definitions and Meaning of stuffed in English

Wordnet

stuffed (s)

filled with something

crammed with food

FAQs About the word stuffed

Γεμιστό

filled with something, crammed with food

έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,γέματος,υπερχειλής

Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,κοντός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής,εξαντλημένος

stuff shot => Πυροβολημένα πράγματα, stuff and nonsense => Ανοησίες, stuff => πράγματα, studying => σπουδάζει, study hall => Αίθουσα μελέτης,