Greek Meaning of insufficient
Ανεπαρκής
Other Greek words related to Ανεπαρκής
- άφθονος
- επαρκής
- άφθονος
- αρκετά
- ικανός
- άφθονα
- άφθονος
- άφθονος
- διευρυμένο
- επεκταθεί
- γενναιόδωρος
- μεγάλος
- φιλελεύθερος
- άφθονος
- άφθονο
- ικανοποιητικός
- συμπληρωματικός
- άφθονος
- μεγάλος
- σημαντικός
- βαρύς
- γίγαντας
- σπάταλος
- πολυτελής
- υπερχειλίζων
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- πλούσιος
- αξιόλογος
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- σούπερ
- σφύζων
- ανεκτός
- άφθονος
Nearest Words of insufficient
Definitions and Meaning of insufficient in English
insufficient (a)
of a quantity not able to fulfill a need or requirement
insufficient (a.)
Not sufficient; not enough; inadequate to any need, use, or purpose; as, the provisions are insufficient in quantity, and defective in quality.
Wanting in strength, power, ability, capacity, or skill; incompetent; incapable; unfit; as, a person insufficient to discharge the duties of an office.
FAQs About the word insufficient
Ανεπαρκής
of a quantity not able to fulfill a need or requirementNot sufficient; not enough; inadequate to any need, use, or purpose; as, the provisions are insufficient
ανεπαρκής,έλλειψη,Χαμηλός,σπάνιος,ανεπαρκής,κοντός,απαράδεκτο,θέλοντας,Γυμνός,άπαχο
άφθονος,επαρκής,άφθονος,αρκετά,ικανός,άφθονα,άφθονος,άφθονος,διευρυμένο,επεκταθεί
insufficiency => ανεπάρκεια, insufficience => ανεπάρκεια, insufferably => ανυπόφορος, insufferable => ανυπόφορος, insuetude => συνήθεια,