Greek Meaning of big
μεγάλος
Other Greek words related to μεγάλος
- ιστορικός
- σημαντικός
- μεγάλος
- σημαντικός
- συνεπακόλουθος
- εξαίρετος
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- Εξαιρετικός.
- ουσιαστικό
- σημαντικός
- μνημειακός
- πολύς
- κρίσιμος
- αξιοσημείωτος
- ουσιαστικός
- Τεκτονικός
- Καθοριστικής σημασίας
- κεντρικός
- κριτική
- κρίσιμος
- αποφασιστικός
- διακριτικός
- σοβαρός
- Σεισμικός
- εξέχον
- ουσιαστικός
- διάσημος
- μοιραίος
- μοιραίος
- τάφος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- βαρύς
- διαπρεπής
- εντυπωσιακός
- κλειδί
- υλικό
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- διαβόητος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- εξέχων
- Διάσημος
- σοβαρός
- ειλικρινής
- στρατηγικός
- πολύτιμος
- Ζωτικός
- βαρύς
- αξίζει τον κόπο
- άξιος
Nearest Words of big
- big band => Μπιγκ μπαντς
- big bang => Μεγάλη Έκρηξη
- big bang theory => Θεωρία Μεγάλης Έκρηξης
- big bedbug => Μεγάλη κοριο
- big bend => Μεγάλη στροφή
- big bend national park => Εθνικό Πάρκο Μπιγκ Μπεντ
- big bend state => Πολιτεία του Μπιγκ Μπεντ
- big bill haywood => Μπιγκ Μπιλ Χέιγουντ
- big bill tilden => Μπιλ Τίλντεν
- big blue => Μεγάλο μπλε
Definitions and Meaning of big in English
big (a)
above average in size or number or quantity or magnitude or extent
big (s)
significant
very intense
loud and firm
conspicuous in position or importance
prodigious
exhibiting self-importance
feeling self-importance
(of animals) fully developed
marked by intense physical force
generous and understanding and tolerant
given or giving freely
in an advanced stage of pregnancy
big (r)
extremely well
in a boastful manner
on a grand scale
in a major way
big (superl.)
Having largeness of size; of much bulk or magnitude; of great size; large.
Great with young; pregnant; swelling; ready to give birth or produce; -- often figuratively.
Having greatness, fullness, importance, inflation, distention, etc., whether in a good or a bad sense; as, a big heart; a big voice; big looks; to look big. As applied to looks, it indicates haughtiness or pride.
big (n.)
Alt. of Bigg
big (v. t.)
Alt. of Bigg
FAQs About the word big
μεγάλος
above average in size or number or quantity or magnitude or extent, significant, very intense, loud and firm, conspicuous in position or importance, prodigious,
ιστορικός,σημαντικός,μεγάλος,σημαντικός,συνεπακόλουθος,εξαίρετος,γεγονός γεμάτο γεγονότα,Εξαιρετικός.,ουσιαστικό,σημαντικός
ασήμαντος,μικρός,ανήλικος,αμελητέος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντο,Ασημαντος,ασήμαντος
bifurcous => διχαλωτός, bifurcation => διακλάδωση, bifurcated => διχαλωτός, bifurcate => διχάζομαι, bifronted => με δύο όψεις,