Greek Meaning of serious
σοβαρός
Other Greek words related to σοβαρός
- αστείος
- κωμικός
- ειρωνικός
- φαρσικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- αστείο
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- υστερικός
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- αστείος
- φως
- παιχνιδιάρικος
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- παράλογο
- αντίκα
- τρελός
- αστείος
- φρίβολος
- ανοησυ
- υστερικός
- τρελός
- αστείο
- γατίσιο
- ανέμελος
- τρελός
- παιδαριώδης
- Γελοίος
- αφηρημένος
- φωνάζω
- που σκίζει τα πλευρά
- ανόητος
- θορυβώδης
- τρελός
- γαϊδουρινό
- χλιαρός
- ανόητος
- στραβός
- κούκος
- ανόητος
- επιπόλαιος
- σπασμωδικός
- παράξενος
- Ζάλη
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- δακρύβρεχτος
- κλώνος
- ανόητος
- τρελός
- ασθενής
- περίεργος
- Τρελός
Nearest Words of serious
- serious music => Σοβαρή μουσική
- seriously => σοβαρά
- serious-minded => σοβαρός
- serious-mindedness => Σοβαρότητα
- seriousness => σοβαρότητα
- seriph => σερίφ
- seriphidium => σέριφον
- seriphidium canum => Seriphidium canum
- seriphidium maritimum => Αρτεμισία η θαλασσινή
- seriphidium tridentatum => Seriphidium tridentatum
Definitions and Meaning of serious in English
serious (a)
concerned with work or important matters rather than play or trivialities
completely lacking in playfulness
serious (s)
of great consequence
causing fear or anxiety by threatening great harm
appealing to the mind
requiring effort or concentration; complex and not easy to answer or solve
serious (a.)
Grave in manner or disposition; earnest; thoughtful; solemn; not light, gay, or volatile.
Really intending what is said; being in earnest; not jesting or deceiving.
Important; weighty; not trifling; grave.
Hence, giving rise to apprehension; attended with danger; as, a serious injury.
FAQs About the word serious
σοβαρός
concerned with work or important matters rather than play or trivialities, of great consequence, causing fear or anxiety by threatening great harm, appealing to
σοβαρός,επαγγελματίας,σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,εξαίρετος,τάφος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,πρακτικός
αστείος,κωμικός,ειρωνικός,φαρσικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,Αστείος,χιουμοριστικό,υστερικός
seriola zonata => Σκουμπρί τύπου Σέριολ, seriola grandis => Κοντοστέφανος, seriola dorsalis => Δωράδο, seriola => Σειρήνα, serio-comical => σοβαρά κωμικό,