FAQs About the word kittenish

γατίσιο

playful like a lively kittenResembling a kitten; playful; as, a kittenish disposition.

ερωτογενής,ντροπαλός,κόσμιος,ερωτικός,κοριτσίστικος,ερωτοπαίχτης,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος,Πουριτανικός

αδιάκριτη

kittening => γέννα γατών, kittened => γέννησε γατάκια, kitten => Γατάκι, kittel => Τσάι, kittee => γάτα,