Greek Meaning of priggish
μωροφιλόδοξος
Other Greek words related to μωροφιλόδοξος
Nearest Words of priggish
Definitions and Meaning of priggish in English
priggish (s)
exaggeratedly proper
FAQs About the word priggish
μωροφιλόδοξος
exaggeratedly proper
σφιγμένος,Πουριτανικός,πουριτανικός,σοβαρός,Συντηρητικός,συντηρητικός,πνιγηρός,βικτοριανός,πουριτανικός,ζωηρός
κακός,ανήθικος,ακατάλληλος,απρεπής,χαλαρός,απελευθερωμένος,χαλαρός,επιτρεπτικό,κακός,διεφθαρμένος
prig => Υποκριτής, priest-penitent privilege => εξομολόγηση, priestly => ιερατικός, priestlike => ιερατικός, priestley => Πρίστλι,