Greek Meaning of lickerish

λιχούδης

Other Greek words related to λιχούδης

Definitions and Meaning of lickerish in English

Webster

lickerish (a.)

Eager; craving; urged by desire; eager to taste or enjoy; greedy.

Tempting the appetite; dainty.

Lecherous; lustful.

FAQs About the word lickerish

λιχούδης

Eager; craving; urged by desire; eager to taste or enjoy; greedy., Tempting the appetite; dainty., Lecherous; lustful.

επιθυμητός,πρόθυμος,λαίμαργος,φαγούρα,Υλιστικός,τσιγκούνης,χοιρινός,Γουρουνάκι,αποκτηστικός,φιλάργυρος

αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,μέτριος

licker => γλείφτης, licitness => νομιμότητα, licitly => νόμιμα, licitation => δημοπρασία, licit => νόμιμος,