Greek Meaning of commercialistic
εμπορικός
Other Greek words related to εμπορικός
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- άπληστος
- επιθυμητός
- πρόθυμος
- αρπαγή
- Υλιστικός
- μισθοφόρος
- επιφάνεια
- πρόθυμος
- καταβροχθίζοντας
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- λαιμαργός
- καταβροχθίζω
- άρπαγας
- Ταιριαστός
- αχόρταγος
- φαγούρα
- λιχούδης
- τσιγκούνης
- φιλισταίος
- αρπακτικό
- άπληστος
- ρηχό
- Επιδερμικός
- επιφανειακός
- Ασβεστος
- δυσαρεστημένος
- λαχτάρα
- φιλάργυρος
- δυσαρέσκεια
- δυσαρεστημένος
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- δυσαρεστημένος
- εγωκεντρικός
- εγωιστής
- άπληστος
Nearest Words of commercialistic
Definitions and Meaning of commercialistic in English
commercialistic
excessive emphasis on profit, commercial spirit, institutions, or methods
FAQs About the word commercialistic
εμπορικός
excessive emphasis on profit, commercial spirit, institutions, or methods
αποκτηστικός,φιλάργυρος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,αρπαγή,Υλιστικός,μισθοφόρος,επιφάνεια,πρόθυμος
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,μέτριος
comments => σχόλια, commenting => σχολιάζοντας, commented => Σχολίασε, commentators => οι σχολιαστές, commentating => σχολιάζοντας,