Greek Meaning of mercenary
μισθοφόρος
Other Greek words related to μισθοφόρος
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- επιθυμητός
- πρόθυμος
- Ταιριαστός
- πρόθυμος
- άπληστος
- εγωιστικός
- άρπαγας
- αρπαγή
- Υλιστικός
- αρπακτικό
- λαχτάρα
- φιλάργυρος
- απρόθυμα
- καταβροχθίζοντας
- δυσαρέσκεια
- δυσαρεστημένος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- λαιμαργός
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- αχόρταγος
- φαγούρα
- λιχούδης
- δυσαρεστημένος
- τσιγκούνης
- χοιρινός
- Γουρουνάκι
- άπληστος
- αγανακτισμένος
- εγωκεντρικός
- χοιρινός
- Ασβεστος
- δυσαρεστημένος
- άπληστος
- εμπορικός
Nearest Words of mercenary
Definitions and Meaning of mercenary in English
mercenary (n)
a person hired to fight for another country than their own
mercenary (s)
marked by materialism
serving for wages in a foreign army
profit oriented
mercenary (a.)
Acting for reward; serving for pay; paid; hired; hireling; venal; as, mercenary soldiers.
Hence: Moved by considerations of pay or profit; greedy of gain; sordid; selfish.
mercenary (n.)
One who is hired; a hireling; especially, a soldier hired into foreign service.
FAQs About the word mercenary
μισθοφόρος
a person hired to fight for another country than their own, marked by materialism, serving for wages in a foreign army, profit orientedActing for reward; servin
αποκτηστικός,φιλάργυρος,επιθυμητός,πρόθυμος,Ταιριαστός,πρόθυμος,άπληστος,εγωιστικός,άρπαγας,αρπαγή
αλτρουιστικός,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος,ανιδιοτελής
mercenariness => μισθοφόρος, mercenarily => μισθοφόρος, mercenaries => μισθοφόροι, mercenarian => μισθοφόρος, mercenaria mercenaria => καρδιά της θάλασσας,