Greek Meaning of mercenariness

μισθοφόρος

Other Greek words related to μισθοφόρος

Definitions and Meaning of mercenariness in English

Webster

mercenariness (n.)

The quality or state of being mercenary; venality.

FAQs About the word mercenariness

μισθοφόρος

The quality or state of being mercenary; venality.

Απληστία,κτητικότητα,όρεξη,Φιλαργυρία,Επιθυμία,απληστία,πάθος,πλεονεξία,φιλαργυρία,επιθυμία

ικανοποίηση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,γενναιοδωρία,ικανοποίηση,ικανοποίηση,Αλτρουϊσμός,γενναιοδωρία,ανταμοιβή,φιλανθρωπία

mercenarily => μισθοφόρος, mercenaries => μισθοφόροι, mercenarian => μισθοφόρος, mercenaria mercenaria => καρδιά της θάλασσας, mercenaria => μισθοφόρος,