Greek Meaning of greed
Απληστία
Other Greek words related to Απληστία
- κτητικότητα
- όρεξη
- Φιλαργυρία
- Επιθυμία
- πλεονεξία
- φιλαργυρία
- επιθυμία
- Φιλαργυρία
- πείνα
- αρπακτικότητα
- αρπακτικότητα
- δίψα
- απληστία
- πάθος
- εμπορευματοποίηση
- Λαχτάρα
- αδηφαγία
- πόθος
- υλισμός
- μισθοφόρος
- πάθος
- η κτητικότητα
- Εγωισμός
- άρπαγμα
- οδήγηση
- Εγωισμός
- εγωισμός
- δίψα
- Φαγούρα
- χοιράδικο
- πόθος
- αδηφαγία
- εγωκεντρισμός
- Ίδιο συμφέρον
- λαχτάρα
- πόθος
- γεν
- λαίμαργια
Nearest Words of greed
Definitions and Meaning of greed in English
greed (n)
excessive desire to acquire or possess more (especially more material wealth) than one needs or deserves
reprehensible acquisitiveness; insatiable desire for wealth (personified as one of the deadly sins)
greed (n.)
An eager desire or longing; greediness; as, a greed of gain.
FAQs About the word greed
Απληστία
excessive desire to acquire or possess more (especially more material wealth) than one needs or deserves, reprehensible acquisitiveness; insatiable desire for w
κτητικότητα,όρεξη,Φιλαργυρία,Επιθυμία,πλεονεξία,φιλαργυρία,επιθυμία,Φιλαργυρία,πείνα,αρπακτικότητα
ικανοποίηση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,γενναιοδωρία,ικανοποίηση,ικανοποίηση,Αλτρουϊσμός,ανταμοιβή,φιλανθρωπία,γενναιοδωρία
gree => γραι, grecque => ελληνική, greco-roman wrestling => πάλη, greco-roman deity => ελληνορωμαϊκή θεότητα, greco-roman architecture => Ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική,