Greek Meaning of pining

πόθος

Other Greek words related to πόθος

Definitions and Meaning of pining in English

Wordnet

pining (n)

a feeling of deep longing

Webster

pining (p. pr. & vb. n.)

of Pine

Webster

pining (a.)

Languishing; drooping; wasting away, as with longing.

Wasting; consuming.

FAQs About the word pining

πόθος

a feeling of deep longingof Pine, Languishing; drooping; wasting away, as with longing., Wasting; consuming.

άπληστος,πόθος,φιλόδοξος,όρεξις,Κομμένος η ανάσα,Λαχτάρα,αρραβωνιασμένος,δίψα,χαρούμενος,ενδιαφέρομαι

αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,απόμακρος,αποσπασμένος,αδιάφορος,αναίσθητος,Αδιάφορος

pinicola enucleator => Στραβόραμφος ο κοκκινοφρύδης, pinicola => Πυρροκόκκινος καρδινάλιος, pinic => πικ-νικ, pinhole => Τρύπα βελόνας, pinhold => τρύπα βελόνας,