Greek Meaning of pining
πόθος
Other Greek words related to πόθος
- άπληστος
- πόθος
- φιλόδοξος
- όρεξις
- Κομμένος η ανάσα
- Λαχτάρα
- αρραβωνιασμένος
- δίψα
- χαρούμενος
- ενδιαφέρομαι
- εμμονικός
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- ανυπόμονος
- Επιδεκτικός
- ανυπόμονος
- ανήσυχος
- φλογερός
- πρόθυμος
- επιθυμητός
- διατεθειμένος
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- ενθουσιασμένος
- παιχνίδι
- χαρούμενος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- Ταιριαστός
- Πεινασμένος
- Ανυπόμονος
- επικλινής
- απότομος
- ξηροί καρποί
- ανεβασμένος
- Έτοιμος
- επίμονος
- Διψασμένος
- άπληστος
- Άγρια
- πρόθυμος
- ενθουσιασμένος
- κράτησε
- ενθουσιασμένος
- απρόθυμος
Nearest Words of pining
- piningly => λαχταριστά
- pinion => γρανάζι
- pinion and crown wheel => Γρανάζι και στεφάνι άξονα
- pinion and ring gear => Γρανάζι και στεφάνι
- pinioned => καθηλωμένος
- pinioning => προσκόλληση
- pinionist => Οδοντωτός
- pinite => πινίτης
- pink => ροζ
- pink bollworm => Ροδόχρωμος σκουλήκι της κάψουλας του βαμβακιού
Definitions and Meaning of pining in English
pining (n)
a feeling of deep longing
pining (p. pr. & vb. n.)
of Pine
pining (a.)
Languishing; drooping; wasting away, as with longing.
Wasting; consuming.
FAQs About the word pining
πόθος
a feeling of deep longingof Pine, Languishing; drooping; wasting away, as with longing., Wasting; consuming.
άπληστος,πόθος,φιλόδοξος,όρεξις,Κομμένος η ανάσα,Λαχτάρα,αρραβωνιασμένος,δίψα,χαρούμενος,ενδιαφέρομαι
αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,απόμακρος,αποσπασμένος,αδιάφορος,αναίσθητος,Αδιάφορος
pinicola enucleator => Στραβόραμφος ο κοκκινοφρύδης, pinicola => Πυρροκόκκινος καρδινάλιος, pinic => πικ-νικ, pinhole => Τρύπα βελόνας, pinhold => τρύπα βελόνας,