Greek Meaning of pinioning

προσκόλληση

Other Greek words related to προσκόλληση

Definitions and Meaning of pinioning in English

Webster

pinioning (p. pr. & vb. n.)

of Pinion

FAQs About the word pinioning

προσκόλληση

of Pinion

υποχρεωτικός,περιοριστικός,δεσμευτικό,εμποδίζοντας,χειροπέδες,δεσμώτης,δέσιμο,δέσιμο,συνδέω,αλυσοποίηση

απελευθερωτικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλαρός,Απελευθέρωση,διάσωση,απόδεση,ξεκούμπωμα,απελευθερωτικός,απελευθέρωση

pinioned => καθηλωμένος, pinion and ring gear => Γρανάζι και στεφάνι, pinion and crown wheel => Γρανάζι και στεφάνι άξονα, pinion => γρανάζι, piningly => λαχταριστά,