Greek Meaning of trussing
δοκός
Other Greek words related to δοκός
Nearest Words of trussing
- trust => εμπιστοσύνη
- trust account => λογαριασμός εμπιστοσύνης
- trust busting => Καταπολέμηση μονοπωλίων
- trust company => Εταιρεία εμπιστοσύνης
- trust corporation => Εταιρεία εμπιστοσύνης
- trust deed => Πιστοποιητικό εμπιστοσύνης
- trust fund => trust fund
- trust territory => Επίτροπος
- trustbuster => Αντιμονοπωλιακός διώκτης
- trusted => αξιόπιστος
Definitions and Meaning of trussing in English
trussing (p. pr. & vb. n.)
of Truss
trussing (n.)
The timbers, etc., which form a truss, taken collectively.
The art of stiffening or bracing a set of timbers, or the like, by putting in struts, ties, etc., till it has something of the character of a truss.
The act of a hawk, or other bird of prey, in seizing its quarry, and soaring with it into air.
FAQs About the word trussing
δοκός
of Truss, The timbers, etc., which form a truss, taken collectively., The art of stiffening or bracing a set of timbers, or the like, by putting in struts, ties
δέσιμο,δέσιμο,Δέσιμο,υποχρεωτικός,σωματώδης,σπείρωμα,σύσφιξη,περιτύλιγμα,μπλεγμένος,περιτύλιξη
ακύρωση,ξεκούμπωμα,λύσιμο,ξεζώνω,αποδέσμευση,ξεμπέρδεμα,απόδεση,Αποκάλυψη,απελευθερώνοντας,απελευθερώνω
trussed => δεμένος, truss bridge => Γέφυρα δικτυώματος, truss => δοκός, trusion => εισβολή, trunnioned => περιστρεφόμενος,