Greek Meaning of unsnarling

ξεμπέρδεμα

Other Greek words related to ξεμπέρδεμα

Definitions and Meaning of unsnarling in English

Wordnet

unsnarling (n)

the act of releasing from a snarled or tangled condition

FAQs About the word unsnarling

ξεμπέρδεμα

the act of releasing from a snarled or tangled condition

ξετύλιγμα,ξεμπέρδεμα,ξεφτίζομαι,(ξεφτίζω),Ίσιωμα (μαλλιών),ξέπλεγμα,αποτινάζω,ξεμπέρδεμα,ξετυλίγω,ξεστρίψιμο

μπλεγμένος,γρυλίζοντας,μπερδέματος,πλέξιμο,κόμπος,διπλωμένος,συγκόλληση,δέσιμο,περιέλιξη,κορδόνια

unsnarled => ξεμπερδεμένο, unsnarl => ξεμπερδεύω, unsmoothed => ασιδέρωτο, unsmooth => τραχύς, unsmilingly => μη γελώντας,