Greek Meaning of unsmilingly

μη γελώντας

Other Greek words related to μη γελώντας

Definitions and Meaning of unsmilingly in English

Wordnet

unsmilingly (r)

without smile; in an unsmiling manner

FAQs About the word unsmilingly

μη γελώντας

without smile; in an unsmiling manner

σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,εξαίρετος,σοβαρός,τάφος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,πρακτικός,σκυθρωπό πρόσωπο

αντίκα,αστείος,κωμικός,αστείος,ειρωνικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,Αστείος,χιουμοριστικό

unsmiling => ανέκφραστος, unsluice => να ανοίξει τις πύλες, unsloped => ανέκαθεν, unsling => απόσφυξη, unsleeping => άυπνος,