Greek Meaning of unsmoothed
ασιδέρωτο
Other Greek words related to ασιδέρωτο
Nearest Words of unsmoothed
Definitions and Meaning of unsmoothed in English
unsmoothed (s)
not having been made smooth by having hands run over the surface
FAQs About the word unsmoothed
ασιδέρωτο
not having been made smooth by having hands run over the surface
ανώμαλος,Χοντρός,Ανεπαρκής,ακανόνιστος,εξογκωμένος,τραχύς,ανομοιόμορφος,στραβός,Κυματοειδής,ευθυγραμμισμένο
ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,λείο,ευθυγραμμισμένος,ακριβές,FLUSH,αεροπλάνο,τακτικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ
unsmooth => τραχύς, unsmilingly => μη γελώντας, unsmiling => ανέκφραστος, unsluice => να ανοίξει τις πύλες, unsloped => ανέκαθεν,