FAQs About the word pocky

Pocky

Full of pocks; affected with smallpox or other eruptive disease.

λακκούβα,με διάσπαρτες φακίδες,κυματιστός,κυματιστός,Κυματοειδής,ανώμαλος,Ανεπαρκής,ακανόνιστος,εξογκωμένος,ευθυγραμμισμένο

ακόμα,επίπεδος,FLUSH,επίπεδο,λείο,στολή,ακριβές,αεροπλάνο,τακτικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ

pock-pudding => pock-pudding, pock-pitted => ευλογιασμένος, pockmarked => με διάσπαρτες φακίδες, pockmark => ουλή ευλογιάς, pockiness => ευλογιά,