Greek Meaning of pitted
λακκούβα
Other Greek words related to λακκούβα
- Σκαλιστό
- ουλή
- ραβδωτός
- κυματιστός
- Κυματοειδής
- σπασμένο
- ξεβουρτσισμένο
- σκληρός
- Ανεπαρκής
- οδοντωτό
- κομπωτός
- κονδυλώδης
- σκαλλωτός
- ασύμμετρο
- σπυρωτός
- κουτρουβάτος
- Τραχύς
- λακκούβες
- σαν γυαλόχαρτο
- ατημέλητος
- τραχύς
- ανισόρροπος
- κυματιστός
- ευθυγραμμισμένο
- ανώμαλος
- Χοντρός
- ακανόνιστος
- εξογκωμένος
- μη ομοιόμορφο
- Χαλικώδες
- κουρελιασμένος
- τραχύς
- ανώμαλος
- κοκαλιάρης
- ανομοιόμορφος
Nearest Words of pitted
Definitions and Meaning of pitted in English
pitted (s)
pitted with cell-like cavities (as a honeycomb)
pitted (imp. & p. p.)
of Pit
pitted (a.)
Marked with little pits, as in smallpox. See Pit, v. t., 2.
pitted (v. t.)
Having minute thin spots; as, pitted ducts in the vascular parts of vegetable tissue.
FAQs About the word pitted
λακκούβα
pitted with cell-like cavities (as a honeycomb)of Pit, Marked with little pits, as in smallpox. See Pit, v. t., 2., Having minute thin spots; as, pitted ducts i
Σκαλιστό,ουλή,ραβδωτός,κυματιστός,Κυματοειδής,σπασμένο,ξεβουρτσισμένο,σκληρός,Ανεπαρκής,οδοντωτό
ευθυγραμμισμένος,ακόμα,ακριβές,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,οριζόντιος
pittance => ψίχουλα, pittacal => Πυθαγόρας, pitta => Πίτα, pitt the younger => Ο Πιτ ο νεώτερος, pitt the elder => Πιτ ο πρεσβύτερος,