Greek Meaning of rutty
λακκούβες
Other Greek words related to λακκούβες
- ραβδωτός
- κυματιστός
- κυματιστός
- Κυματοειδής
- σπασμένο
- ανώμαλος
- Χοντρός
- Ανεπαρκής
- οδοντωτό
- κονδυλώδης
- Σκαλιστό
- ασύμμετρο
- εξογκωμένος
- κουτρουβάτος
- Χαλικώδες
- λακκούβα
- ουλή
- ανισόρροπος
- ανομοιόμορφος
- ευθυγραμμισμένο
- ξεβουρτσισμένο
- σκληρός
- ακανόνιστος
- κομπωτός
- σκαλλωτός
- μη ομοιόμορφο
- σπυρωτός
- κουρελιασμένος
- τραχύς
- Τραχύς
- ανώμαλος
- σαν γυαλόχαρτο
- ατημέλητος
- κοκαλιάρης
- τραχύς
Nearest Words of rutty
Definitions and Meaning of rutty in English
rutty (s)
full of ruts
rutty (a.)
Ruttish; lustful.
Full of ruts; as, a rutty road.
Rooty.
FAQs About the word rutty
λακκούβες
full of rutsRuttish; lustful., Full of ruts; as, a rutty road., Rooty.
ραβδωτός,κυματιστός,κυματιστός,Κυματοειδής,σπασμένο,ανώμαλος,Χοντρός,Ανεπαρκής,οδοντωτό,κονδυλώδης
ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,τακτικός,λείο,στολή,ευθυγραμμισμένος,ακριβές,οριζόντιος,αεροπλάνο
ruttle => αυλάκι, ruttish => οιστρικός, rutting => ρουτίνα, ruttier => πιο ρουτινιασμένος/-η/-ο, rutterkin => Ρούτερκιν,