Greek Meaning of smooth
λείο
Other Greek words related to λείο
- πολιτισμένος
- χαριτωμένος
- φιλεύσπλαχνος
- γυαλισμένο
- εκλεπτυσμένος
- ευγενικός
- Αστικός
- ελκυστικός
- σίγουρος
- κοσμοπολίτης
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- κομψός
- έμπειρος
- ήρεμος
- Γαλήνιος
- ολισθηρός
- έξυπνος
- λεπτός
- λιπαρός
- φιλικός
- ελκυστικός
- σίγουρος
- Ήρεμος
- καβαλάρης
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- κουλ
- ευγενικός
- ζωηρός
- εύγλωττος
- γνώση
- μετρό
- μητροπολίτης
- ήρεμος
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- εκλεπτυσμένος
- έμπειρος
- ασφαλής
- ήρεμος
- άενοχλητος
- ατάραχος
- Ευγενής
- Έμπειρος
- αμήχανος
- αγενής
- αγενής
- χωρίς τάξη
- γελοίος
- αδέξιος
- Αδέξιος
- άχαρος
- Πράσινο
- άπειρος
- άξεστος
- Ωμός
- ρουστίκ
- άκαμπτος
- Τεχνητός
- άβολος
- αγενής
- ανήσυχος
- αδέξιος
- ξύλινος
- άπειρος
- άκομψος
- ενοριακός
- επαρχιακός
- παιδαριώδης
- αγριος
- Ακαλλιέργητος
- άχαρος
- Ακατέργαστος
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- διστακτικός
- άχαρος
- αμόρφωτος
- Ανασφαλής
- άχρηστος
- φιλισταίος
- αγροτικός
- βαρετός
- χοντροκομμένος
Nearest Words of smooth
- smooth alder => Αλή
- smooth aster => Κλειτονιο λείας φύλλου
- smooth bark kauri => Χαβαρουάρια με το λεία φλοιό
- smooth crabgrass => Πανίκον το τριχωτό
- smooth darling pea => Ομαλός λατρεμένος μπιζέλι
- smooth dogfish => Λαγγόνα
- smooth earthball => Λεία γη
- smooth green snake => Λιόφιλο λείο
- smooth hammerhead => Καρχαρίας σφυροκέφαλος
- smooth lip fern => Dryopteris affinis
Definitions and Meaning of smooth in English
smooth (n)
the act of smoothing
smooth (v)
make smooth or smoother, as if by rubbing
make (a surface) shine
free from obstructions
smooth (a)
having a surface free from roughness or bumps or ridges or irregularities
of the margin of a leaf shape; not broken up into teeth
(music) without breaks between notes; smooth and connected
of motion that runs or flows or proceeds without jolts or turbulence
smooth (s)
smoothly agreeable and courteous with a degree of sophistication
smooth and unconstrained in movement
lacking obstructions or difficulties
(of a body of water) free from disturbance by heavy waves
FAQs About the word smooth
λείο
the act of smoothing, make smooth or smoother, as if by rubbing, make (a surface) shine, free from obstructions, having a surface free from roughness or bumps o
πολιτισμένος,χαριτωμένος,φιλεύσπλαχνος,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,ευγενικός,Αστικός,ελκυστικός,σίγουρος,κοσμοπολίτης
αμήχανος,αγενής,αγενής,χωρίς τάξη,γελοίος,αδέξιος,Αδέξιος,άχαρος,Πράσινο,άπειρος
smooch => φίλημα, smollett => Σμόλετ, smolensk => Σμολένσκ, smolderingly => καπνίζοντας, smoldering => καπνίζω,