Greek Meaning of stiff
άκαμπτος
Other Greek words related to άκαμπτος
- ελαστικός
- ευέλικτος
- μαλακός
- πλαστικό
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- ανθεκτικός
- ελαστικός
- ελαστικός
- εύκαμπτος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- γερμένο
- χαλαρός
- χαλαρός
- κουτσός
- λειαντός
- χυλώδης
- ημιεύκαμπτος
- μαλακός
- μαλακό
- ψηλόλιγνος
- εύκαμπτος
- εύπλαστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- Ημιμαλακό
- σπογγώδης
- λυγερός
Nearest Words of stiff
Definitions and Meaning of stiff in English
stiff (n)
an ordinary man
the dead body of a human being
stiff (s)
not moving or operating freely
powerful
rigidly formal
marked by firm determination or resolution; not shakable
incapable of or resistant to bending
very drunk
stiff (a)
having a strong physiological or chemical effect
stiff (r)
extremely
in a stiff manner
FAQs About the word stiff
άκαμπτος
an ordinary man, the dead body of a human being, not moving or operating freely, powerful, rigidly formal, having a strong physiological or chemical effect, mar
εύθραυστος,άκαμπτος,στερεός,άκαμπτος,δυνατός,συμπαγής,Κροκαλένια,πυκνό,σκληρός,άκαμπτος
ελαστικός,ευέλικτος,μαλακός,πλαστικό,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,ανθεκτικός,ελαστικός,ελαστικός,εύκαμπτος
stieglitz => σπίνος, stictopelia cuneata => Κοινό περιστέρι τσιπούρας, stictopelia => Stictopelia, stictomys => Stictomys, sticky geranium => Γερανίο κολλητικό,