Greek Meaning of droopy

γερμένο

Other Greek words related to γερμένο

Definitions and Meaning of droopy in English

Wordnet

droopy (s)

hanging down (as from exhaustion or weakness)

FAQs About the word droopy

γερμένο

hanging down (as from exhaustion or weakness)

καμπύλος,υπόκλιση,πτώση,κούνημα,χαλαρός,θρηνούντα,κρεμαστός,αρνήθηκε,μειούμενη,Απόγονος

όρθιος,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,κατακόρυφος,Υψηλός,άκαμπτος,ανυψωμένο,ανασηκωμένος

droopingly => με κλίση, drooping juniper => Έλατος, drooping brome => βράμας ο μαλακός, drooping => κρεμάμενος, drooper => κρεμαστό,