FAQs About the word droopingly

με κλίση

in a drooping mannerIn a drooping manner.

κρέμασμα,κρεμαω,Χαλαρός,χαλάρωση,χαλαρότητα,χαλαρότητα,χαλαρότητα,χαλαρότητα,χαλαρότητα

ακαμψία,ένταση,τάση,σφίξιμο,ακαμψία,τέντωμα

drooping juniper => Έλατος, drooping brome => βράμας ο μαλακός, drooping => κρεμάμενος, drooper => κρεμαστό, drooped => κρεμασμένος,