Greek Meaning of laxness
χαλαρότητα
Other Greek words related to χαλαρότητα
- αμέλεια
- αμέλεια
- απροσεξία
- απροσεξία
- αμέλεια
- παράλειψη
- απερισκεψία
- συγχώρεση
- χαλάρωση
- εγκληματικότητα
- εγκατάλειψη
- απερισκεψία
- λήθη
- απροσεξία
- ακούσια
- απροσεξía
- απροσεξία
- απροσεξία
- απροσεξία
- ανευθυνότητα
- κακοδιαχείριση
- Ιατρικό σφάλμα
- κακή διαγωγή
- παραπλάνηση
- κακομεταχείριση
- κακοδιαχείριση
- λήθη
- Παρορμητικότητα
- Μυωπία
- αγριότητα
Nearest Words of laxness
Definitions and Meaning of laxness in English
laxness (n)
the quality of being lax and neglectful
the condition of being physiologically lax
laxness (n.)
The state of being lax; laxity.
FAQs About the word laxness
χαλαρότητα
the quality of being lax and neglectful, the condition of being physiologically laxThe state of being lax; laxity.
αμέλεια,αμέλεια,απροσεξία,απροσεξία,αμέλεια,παράλειψη,απερισκεψία,συγχώρεση,χαλάρωση,εγκληματικότητα
εγρήγορση,προσοχή,προσοχή,συνείδηση,φροντίδα,προσοχή,προσοχή,προσοχή,εγρήγορση,επαγρύπνηση
laxly => χαλαρά, laxity => χαλαρότητα, laxator => καθαρτικό, laxativeness => χαλαρότητα, laxative => καθαρτικό,