Greek Meaning of laxly

χαλαρά

Other Greek words related to χαλαρά

Definitions and Meaning of laxly in English

Wordnet

laxly (r)

in a permissively lenient manner

Webster

laxly (adv.)

In a lax manner.

FAQs About the word laxly

χαλαρά

in a permissively lenient mannerIn a lax manner.

απρόσεκτος,τεμπέλης,αμελής,παραμελώ,αμελής,ερειπωμένο,αδιάφορος,απερίσκεπτος,αμελής,Χαλαρός

προσεκτικός, προσεκτική,προσεκτικός,προσεκτικός,συνειδητός,σχολαστικός,σχολαστικός,σχετικά,μη αμελής,συναγερμός,επιφυλακτικός

laxity => χαλαρότητα, laxator => καθαρτικό, laxativeness => χαλαρότητα, laxative => καθαρτικό, laxation => χαλάρωση,