Greek Meaning of cautious

προσεκτικός

Other Greek words related to προσεκτικός

Definitions and Meaning of cautious in English

Wordnet

cautious (n)

people who are fearful and cautious

Wordnet

cautious (a)

showing careful forethought

Wordnet

cautious (s)

avoiding excess

Webster

cautious (a.)

Attentive to examine probable effects and consequences of acts with a view to avoid danger or misfortune; prudent; circumspect; wary; watchful; as, a cautious general.

FAQs About the word cautious

προσεκτικός

people who are fearful and cautious, showing careful forethought, avoiding excessAttentive to examine probable effects and consequences of acts with a view to a

συναγερμός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,επιφυλακτικός,συνετός,συντηρητικός,προσεκτικός,προσεκτικά,Φρουρούμενος,προσεκτικός

έντονος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos),Επικίνδυνος

cautionry => προειδοποιητικός, cautioning => προειδοποιώντας, cautioner => εγγυητής, cautioned => προειδοποίησε, cautionary block => προειδοποιητικό τεμάχιο,