Greek Meaning of calculating
υπολογίζοντας
Other Greek words related to υπολογίζοντας
- προσεκτικός
- δειλός
- πονηρός
- εσκεμμένος
- διορατικός
- προνοητικός
- πονηρός
- αργός
- στοχαστικός
- ξύπνιος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- συνετός
- προσεκτικός
- διορατικός
- προνοητικός
- παρατηρητικός
- άγρυπνος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- ακούσιος
- συναγερμός
- προσεκτικός, προσεκτική
- επιφυλακτικός
- συντηρητικός
- προσεκτικά
- Φρουρούμενος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- ασφαλής
- υπερβολικά προσεκτικός
- υπερβολικά προσεκτικός
- υπερβολικά προσεκτικός
- έντονος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- παρορμητικός
- Δερματικό εξάνθημα
- απερίσκεπτος
- ανεξάρτητα
- απροστάτευτος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- Επικίνδυνος
- απρόσεκτος
- κοιμισμένος
- θρασύς
- ξεχασιάρης
- απερίσκεπτος
- ακούσιος
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- αναίσθητος
- αδιάκριτος
- αφρόντιστη
- χαλαρός
- αμελής
- αμελής
- αμελής
- απρόσεκτος
- τολμηρός
- απρόσεκτος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
Nearest Words of calculating
Definitions and Meaning of calculating in English
calculating (s)
acting with a specific goal
calculating (p. pr. & vb. n.)
of Calculate
calculating (a.)
Of or pertaining to mathematical calculations; performing or able to perform mathematical calculations.
Given to contrivance or forethought; forecasting; scheming; as, a cool calculating disposition.
calculating (n.)
The act or process of making mathematical computations or of estimating results.
FAQs About the word calculating
υπολογίζοντας
acting with a specific goalof Calculate, Of or pertaining to mathematical calculations; performing or able to perform mathematical calculations., Given to contr
προσεκτικός,δειλός,πονηρός,εσκεμμένος,διορατικός,προνοητικός,πονηρός,αργός,στοχαστικός,ξύπνιος
έντονος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos),Επικίνδυνος
calculater => αριθμομηχανή, calculated => υπολογισμένος, calculate => υπολογίζω, calculary => αριθμομηχανή, calculable => υπολογίσιμος,