Greek Meaning of advertent

ακούσιος

Other Greek words related to ακούσιος

Definitions and Meaning of advertent in English

Wordnet

advertent (s)

giving attention

Webster

advertent (a.)

Attentive; heedful; regardful.

FAQs About the word advertent

ακούσιος

giving attentionAttentive; heedful; regardful.

προσεκτικός, προσεκτική,ξύπνιος,προσεκτικός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,συνετός,συντηρητικός,προσεκτικός,Φρουρούμενος,προσεκτικός

έντονος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos),Επικίνδυνος

advertency => Εγρήγορση, advertence => ειδοποίηση, adverted => προειδοποιημένος, advert => διαφήμιση, adversity => αντιξοότητα,