Greek Meaning of unsafe

Επικίνδυνος

Other Greek words related to Επικίνδυνος

Definitions and Meaning of unsafe in English

Wordnet

unsafe (a)

lacking in security or safety

involving or causing danger or risk; liable to hurt or harm

Wordnet

unsafe (s)

not safe from attack

FAQs About the word unsafe

Επικίνδυνος

lacking in security or safety, involving or causing danger or risk; liable to hurt or harm, not safe from attack

επικίνδυνο,επικίνδυνος,επικίνδυνος,Επικίνδυνο,απειλητικός,επισφαλής,σοβαρός,απειλητικός,ύπουλος,ανθυγιεινός

επωφελής,ακίνδυνος,αθώος,ακίνδυνος,ασφαλής,μη επικίνδυνο,αναντίστοιχα,ευνοϊκός,καλός,ακίνδυνος

unsadness => η χαρά, unsaddled => χαλιναγωγημένος, unsaddle => ξεσαμάρωμα, unsadden => λυπώ, unsad => όχι λυπημένος,