Greek Meaning of threatening
απειλητικός
Other Greek words related to απειλητικός
- επικείμενος
- προδιαγραφόμενος
- δυνατόν
- προσεγγίζοντας
- στη γωνία
- ζυθοποιία
- ερχομένων
- μέλλον
- επικείμενος
- εκκρεμής
- αναμενόμενος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- αναμενόμενο
- αναμενόμενος
- προβλεπόμενος
- επερχόμενο
- συνάντηση
- αναπόφευκτος
- πιθανός
- χαμήλωμα
- απειλητικός
- κοντά
- πλησιάζοντας
- δυσοίωνος
- επερχόμενος
- προφητικός
- προβλεπόμενος
- πιθανός
- αναπόφευκτο
Nearest Words of threatening
Definitions and Meaning of threatening in English
threatening (s)
threatening or foreshadowing evil or tragic developments
darkened by clouds
threatening (p. pr. & vb. n.)
of Threaten
threatening ()
a. & n. from Threaten, v.
FAQs About the word threatening
απειλητικός
threatening or foreshadowing evil or tragic developments, darkened by cloudsof Threaten, a. & n. from Threaten, v.
επικείμενος,προδιαγραφόμενος,δυνατόν,προσεγγίζοντας,στη γωνία,ζυθοποιία,ερχομένων,μέλλον,επικείμενος,εκκρεμής
μακρινό,αναπόφευκτος,πρώην,παρελθόν,απομακρυσμένος,απόλυτος,μακριά,αργά,πρόσφατος,παρελθόν
threatener => απειλητικός, threatened abortion => απειλούμενη άμβλωση, threatened => απειλούμενος, threat => απειλή, threaping => καυγάς,