Greek Meaning of imminent
επικείμενος
Other Greek words related to επικείμενος
- επικείμενος
- προδιαγραφόμενος
- προσεγγίζοντας
- στη γωνία
- ζυθοποιία
- ερχομένων
- μέλλον
- εκκρεμής
- δυνατόν
- απειλητικός
- αναμενόμενος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- αναμενόμενο
- αναμενόμενος
- προβλεπόμενος
- επερχόμενο
- συνάντηση
- αναπόφευκτος
- πιθανός
- απειλητικός
- κοντά
- πλησιάζοντας
- δυσοίωνος
- επερχόμενος
- προφητικός
- προβλεπόμενος
- πιθανός
- αναπόφευκτο
Nearest Words of imminent
- imminency => επικείμενος
- imminence => επικείμενο
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- immigration => μετανάστευση
- immigrating => μετανάστης
- immigrated => μετανάστευσε
- immigrate => μετανάστης
- immigrant class => τάξη μεταναστών
- immigrant => μετανάστης
- immew => τίποτα
Definitions and Meaning of imminent in English
imminent (s)
close in time; about to occur
imminent (a.)
Threatening to occur immediately; near at hand; impending; -- said especially of misfortune or peril.
Full of danger; threatening; menacing; perilous.
(With upon) Bent upon; attentive to.
FAQs About the word imminent
επικείμενος
close in time; about to occurThreatening to occur immediately; near at hand; impending; -- said especially of misfortune or peril., Full of danger; threatening;
επικείμενος,προδιαγραφόμενος,προσεγγίζοντας,στη γωνία,ζυθοποιία,ερχομένων,μέλλον,εκκρεμής,δυνατόν,απειλητικός
μακρινό,αναπόφευκτος,πρώην,παρελθόν,πρόσφατος,απομακρυσμένος,απόλυτος,μακριά,αργά,παρελθόν
imminency => επικείμενος, imminence => επικείμενο, immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης, immigration => μετανάστευση, immigrating => μετανάστης,