Greek Meaning of imminution
ελάττωση
Other Greek words related to ελάττωση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of imminution
- imminentness => επικείμενος
- imminently => άμεσα
- imminent abortion => επικείμενη έκτρωση
- imminent => επικείμενος
- imminency => επικείμενος
- imminence => επικείμενο
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- immigration => μετανάστευση
- immigrating => μετανάστης
- immigrated => μετανάστευσε
Definitions and Meaning of imminution in English
imminution (n.)
A lessening; diminution; decrease.
FAQs About the word imminution
ελάττωση
A lessening; diminution; decrease.
No synonyms found.
No antonyms found.
imminentness => επικείμενος, imminently => άμεσα, imminent abortion => επικείμενη έκτρωση, imminent => επικείμενος, imminency => επικείμενος,