FAQs About the word imminution

ελάττωση

A lessening; diminution; decrease.

No synonyms found.

No antonyms found.

imminentness => επικείμενος, imminently => άμεσα, imminent abortion => επικείμενη έκτρωση, imminent => επικείμενος, imminency => επικείμενος,