Greek Meaning of imminence
επικείμενο
Other Greek words related to επικείμενο
Nearest Words of imminence
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- immigration => μετανάστευση
- immigrating => μετανάστης
- immigrated => μετανάστευσε
- immigrate => μετανάστης
- immigrant class => τάξη μεταναστών
- immigrant => μετανάστης
- immew => τίποτα
- immetrical => Ασύμμετρος
- immethodize => αποδομή
Definitions and Meaning of imminence in English
imminence (n)
the state of being imminent and liable to happen soon
imminence (n.)
The condition or quality of being imminent; a threatening, as of something about to happen. The imminence of any danger or distress.
That which is imminent; impending evil or danger.
FAQs About the word imminence
επικείμενο
the state of being imminent and liable to happen soonThe condition or quality of being imminent; a threatening, as of something about to happen. The imminence o
κίνδυνος,απειλή,κίνδυνος,απειλή,κίνδυνος,κίνδυνος,παγίδα,πρόβλημα
Φύλακας,Προστασία,Νοσοκομειακό τμήμα,λιμάνι,καταφύγιο,Υποχώρηση,προστασία,καταφύγιο,ασπίδα,άσυλο
immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης, immigration => μετανάστευση, immigrating => μετανάστης, immigrated => μετανάστευσε, immigrate => μετανάστης,