Greek Meaning of immigrant
μετανάστης
Other Greek words related to μετανάστης
Nearest Words of immigrant
- immigrant class => τάξη μεταναστών
- immigrate => μετανάστης
- immigrated => μετανάστευσε
- immigrating => μετανάστης
- immigration => μετανάστευση
- immigration and naturalization service => Υπηρεσία Μετανάστευσης και Φυσικοποίησης
- imminence => επικείμενο
- imminency => επικείμενος
- imminent => επικείμενος
- imminent abortion => επικείμενη έκτρωση
Definitions and Meaning of immigrant in English
immigrant (n)
a person who comes to a country where they were not born in order to settle there
immigrant (n.)
One who immigrates; one who comes to a country for the purpose of permanent residence; -- correlative of emigrant.
FAQs About the word immigrant
μετανάστης
a person who comes to a country where they were not born in order to settle thereOne who immigrates; one who comes to a country for the purpose of permanent res
Μετανάστης,μετανάστης,πρόσφυγας,άποικος,μετανάστης,εξωγήινος,μετανάστης,ξένος,νεοεισερχόμενος,Άποικος
Πολίτης,κάτοικος,Γηγενής,Μη μετανάστης,κάτοικος,Αβοριγένης,εθνικός,κάτοικος
immew => τίποτα, immetrical => Ασύμμετρος, immethodize => αποδομή, immethodicalness => Ασυνέπεια, immethodically => χωρίς μέθοδο,