FAQs About the word émigré

μετανάστης

emigrant sense 1, a person forced to emigrate for political reasons, a person who emigrates for political reasons, emigrant

πρόσφυγας,Εξορία,ομογενής,ομογενής,εξωγήινος,απελαθείς,Απομακρυσμένοι κάτοικοι,φυγάς,βασιλικός,παρίας

Πολίτης,κάτοικος,Γηγενής,Μη μετανάστης,κάτοικος,Αβοριγένης,εθνικός,κάτοικος

élan vital => ζωντανή δύναμη, élan => ορμή, éclat => λάμψη, à la mode => στη μόδα, à deux => δυο,