FAQs About the word evacuee

Απομακρυσμένοι κάτοικοι

a person who has been evacuated from a dangerous place

πρόσφυγας,μετανάστης,μετανάστης,Εξορία,ομογενής,εξωγήινος,απελαθείς,ομογενής,φυγάς,παρίας

No antonyms found.

evacuatory => εκκενωτικός, evacuator => εκκενωτήρας, evacuative => εκκενωτικός, evacuation => Εκκένωση, evacuating => εκκενώνω,