FAQs About the word evadible

Αποφευκτός

Capable of being evaded.

No synonyms found.

No antonyms found.

evaded => αποφεύγω, evade => αποφεύγω, evacuee => Απομακρυσμένοι κάτοικοι, evacuatory => εκκενωτικός, evacuator => εκκενωτήρας,