FAQs About the word evacuative

εκκενωτικός

Serving of tending to evacuate; cathartic; purgative.

Καθαρός,σαφής,άδειος,εκκενώνω,αποχέτευση,εξαλείφω,κάθαρση,σκουπίζω,κενός,Αιμορραγώ

συμπληρώνω,Φόρτωμα

evacuation => Εκκένωση, evacuating => εκκενώνω, evacuated => εκκενωμένος, evacuate => εκκενώνω, evacuant => καθαρτικό,