Greek Meaning of evacuative
εκκενωτικός
Other Greek words related to εκκενωτικός
Nearest Words of evacuative
Definitions and Meaning of evacuative in English
evacuative (a.)
Serving of tending to evacuate; cathartic; purgative.
FAQs About the word evacuative
εκκενωτικός
Serving of tending to evacuate; cathartic; purgative.
Καθαρός,σαφής,άδειος,εκκενώνω,αποχέτευση,εξαλείφω,κάθαρση,σκουπίζω,κενός,Αιμορραγώ
συμπληρώνω,Φόρτωμα
evacuation => Εκκένωση, evacuating => εκκενώνω, evacuated => εκκενωμένος, evacuate => εκκενώνω, evacuant => καθαρτικό,