Greek Meaning of élan

ορμή

Other Greek words related to ορμή

Definitions and Meaning of élan in English

élan

vigorous spirit or enthusiasm

FAQs About the word élan

ορμή

vigorous spirit or enthusiasm

Ζήλος,Ζωηρότητα,παύλα,δυναμική,πνεύμα,Θέρμη,φωτιά,γούστο,ζωηρότητα,ζωντάνια

απάθεια,αδιαφορία,αδιαφορία,οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,χλιαρότητα,ανορεξία,απάθεια,επιπολαιότητα

éclat => λάμψη, à la mode => στη μόδα, à deux => δυο, (the) public => κοινό, (the) populace => ο λαός,