Greek Meaning of brio

Ζωηρότητα

Other Greek words related to Ζωηρότητα

Definitions and Meaning of brio in English

Wordnet

brio (n)

quality of being active or spirited or alive and vigorous

FAQs About the word brio

Ζωηρότητα

quality of being active or spirited or alive and vigorous

Ενέργεια,ζωντάνια,ζωντάνια,αναπήδηση,παύλα,οδήγηση,δυναμική,πνεύμα,αέριο,πρωτοβουλία

Λιχουδιά,οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,απαλότητα,τρυφερότητα,νωθρότητα,αδυναμία

briny => αλμυρός, brinton => Μπρίντον, brinkmanship => τζόγος στο χείλος του γκρεμού, brink => χείλος, brinjaree => μπριντζάρι,