Greek Meaning of ginger
τζίντζερ
Other Greek words related to τζίντζερ
- Ενέργεια
- αέριο
- χυμός
- ζωή
- άμυλο
- ζωντάνια
- ξίδι
- φασόλια
- Κινούμενα σχέδια
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- παύλα
- οδήγηση
- δυναμική
- πνεύμα
- πρωτοβουλία
- πηγαίνω
- γούστο
- Ανδρεία
- Μόξι
- μυς
- όρεξη
- πάθος
- ζωηρότητα
- δύναμη
- γροθιά
- χυμός
- Κλικ
- πνεύμα
- ορμή
- αντοχή
- δύναμη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ζωτικότητα
- ζήλος
- βόμβος
- φερμουάρ
- Ζήλος
- Ζωντάνια
- Θέρμη
- φωτιά
- Φυσική κατάσταση
- ανθεκτικότητα
- Υγεία
- υγεία
- βραχνάδα
- χαρά, ευθυμία
- ζωηρότητα
- κύριος
- μέταλλο
- Μέταλλο
- ίσως
- Δύναμη
- Ισχύς
- υγεία
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- ανθεκτικότητα
- Πράσινο
- ζωντάνια
- ανδρισμός
- Ζωηρότητα
- ευεξία
- ορμή
- ζωώδες ένστικτο
- ζωντάνια
- Ντομπροσύνη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
Nearest Words of ginger
Definitions and Meaning of ginger in English
ginger (n)
perennial plants having thick branching aromatic rhizomes and leafy reedlike stems
dried ground gingerroot
pungent rhizome of the common ginger plant; used fresh as a seasoning especially in Asian cookery
liveliness and energy
ginger (v)
add ginger to in order to add flavor
ginger (s)
(used especially of hair or fur) having a bright orange-brown color
ginger (n.)
A plant of the genus Zingiber, of the East and West Indies. The species most known is Z. officinale.
The hot and spicy rootstock of Zingiber officinale, which is much used in cookery and in medicine.
FAQs About the word ginger
τζίντζερ
perennial plants having thick branching aromatic rhizomes and leafy reedlike stems, dried ground gingerroot, pungent rhizome of the common ginger plant; used fr
Ενέργεια,αέριο,χυμός,ζωή,άμυλο,ζωντάνια,ξίδι,φασόλια,Κινούμενα σχέδια,αναπήδηση
οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,απαλότητα,τρυφερότητα,αδυναμία,αποδυνάμωση,αδυναμία,Λιχουδιά
gingal => επιγονάτιοκανόνι, ging => ούλα, ginep => Τζινίπ, gin sling => Τζιν σλινγκ, gin rummy => τζιν ράμι,