Greek Meaning of gingerbread
Μελόψωμο
Other Greek words related to Μελόψωμο
- διακοσμημένος
- περίτεχνος
- στολισμένος
- μπαρόκ
- ντυμένος
- εξωφρενικός
- ανθηρός
- επιχρυσωμένος
- δαντελένιος
- δυνατός
- διακοσμημένο
- υπερβολικός
- Στολισμένος
- τζιντζερόψωμο
- σαν μελόψωμο
- Υπερβολικά διακοσμημένο
- αραβουργία
- λαδωμένος
- στολισμένος
- στολισμένος με κοσμήματα
- στολισμένος με κοσμήματα
- ντυμένος
- περίτεχνος
- διακοσμημένο
- ανάγλυφο
- κεντημένος
- βελτιωμένο
- εμπλουτισμένο
- ακραίο
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- ανθισμένος
- φρου φρου
- Φραγκοί
- επιλεκτικός
- φανταχτερός
- γαρνιρισμένο
- φανταχτερός
- επιχρυσωμένο
- ενισχυμένο
- εντατικοποιημένος
- δεμένο
- επιδεικτικός
- επιτηδευμένος
- Ροκοκό
- με παγιέτες
- επιδεικτικός
- Θεαματικός
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- κομμένος
- λαμπερό
Nearest Words of gingerbread
Definitions and Meaning of gingerbread in English
gingerbread (n)
cake flavored with ginger
gingerbread (n.)
A kind of plain sweet cake seasoned with ginger, and sometimes made in fanciful shapes.
FAQs About the word gingerbread
Μελόψωμο
cake flavored with gingerA kind of plain sweet cake seasoned with ginger, and sometimes made in fanciful shapes.
διακοσμημένος,περίτεχνος,στολισμένος,μπαρόκ ,ντυμένος,εξωφρενικός,ανθηρός,επιχρυσωμένος,δαντελένιος,δυνατός
αυστηρός,Γυμνός,απλός,σοβαρός,σκληρός,άκοσμος,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός,απλός
ginger up => αναζωογονώ, ginger snap => μελόμακάρονο, ginger rogers => Τζίντζερ Ρότζερς, ginger pop => Τζίντζερ εϊλ, ginger nut => ginger nut,